εξερεθιστικός

εξερεθιστικός
-ή, -ό
επίρρ. που προκαλεί εξερέθιση, ερεθιστικός, εξοργιστικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξερεθιστικός — ή, ό [εξερέθιση] αυτός που προκαλεί εξερέθιση …   Dictionary of Greek

  • εμπρηστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον εμπρησμό, ο κατάλληλος για εμπρησμό: Εμπρηστικές ύλες. 2. μτφ., που ξεσηκώνει πάθη τα οποία είχαν κατασιγάσει, ο εξερεθιστικός: Εμπρηστικές δηλώσεις πολιτικού αρχηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”